- φιλειρηνισμός
- ο1) миролюбие; 2) борьба за мир
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φιλειρηνισμός — ο, Ν αντίληψη και πολιτική κίνηση για την εξάλειψη τών πολέμων και την εμπέδωση τής παγκόσμιας ειρήνης, και γενικά για την κατάργηση ή την ελαχιστοποίηση τής χρήσης βίας στις διανθρώπινες σχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ειρήνη + κατάλ. ισμός*.… … Dictionary of Greek
φιλειρηνισμός — ο η επιδίωξη της παγκόσμιας ειρήνης, η ειρηνοφιλία, η θεωρία που οι οπαδοί της πιστεύουν ότι οι διαπραγματεύσεις μπορούν να επιλύσουν τις διαφορές μεταξύ των κρατών καλύτερα από όσο μπορεί ο πόλεμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ειρηνοφιλία — η η αγάπη για την ειρήνη, φιλειρηνισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)